πρόστεγο
Προφορά
Ετυμολογία
πρόστεγο προ + στέγη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πρόστεγο
✦ κατασκεύασμα που προεξέχει από τη στέγη για προφύλαξη από τη βροχή, τον ήλιο κτλ., μαρκίζα
✦ (ναυτ.) υπόστεγο στο κατάστρωμα της πλώρης, καμπούνι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–