πρόσοδος


πρόσοδος
Προφορά

Ετυμολογία
πρόσοδος αρχαία ελληνική πρόσοδος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πρόσοδος

✦ εισόδημα από κινητή ή ακίνητη περιουσία, εισόδημα αποκτούμενο, χωρίς εργασία
✦ (γεν.) εισόδημα, έσοδο: δημόσιες πρόσοδοι (τα έσοδα του κράτους)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.