πρόσμειξη


πρόσμειξη
Προφορά

Ετυμολογία
πρόσμειξη αρχαία ελληνική πρόσμειξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πρόσμειξη

✦ ανάμειξη ουσίας με άλλη
✦ (μεταλλ.) ξένη ουσία σε ορυκτό ή μετάλλευμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.