πρόσκαιρος


πρόσκαιρος
Προφορά

Ετυμολογία
πρόσκαιρος μεταγενέστερη ελληνική πρόσκαιρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πρόσκαιρος -η, -ο

✦ που διαρκεί λίγον καιρό

Συνώνυμα
προσωρινός, παροδικός
Αντίθετα
διαρκής, μόνιμος
Επιρρήματα
πρόσκαιρα (Κ προσκαίρως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.