πρόσθεση
Προφορά
Ετυμολογία
πρόσθεση αρχαία ελληνική πρόσθεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρόσθεση
✦ η πράξη του προσθέτω
✦ (μαθημ.) θεμελιώδης πράξη, η πρώτη από τις τέσσερις, της αριθμητικής, συγκέντρωση σ’ ένα μόνο αριθμό όλων των μονάδων και των μερών που περιλαμβάνονται σε πολλούς άλλους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–