πρόσβαση


πρόσβαση
Προφορά

Ετυμολογία
πρόσβαση αρχαία ελληνική πρόσβασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πρόσβαση

✦ πλησίασμα, προσέγγιση
✦ το μέρος απ’ όπου μπορεί κανείς να πλησιάσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.