πρόμαχος
Προφορά
Ετυμολογία
πρόμαχος αρχαία ελληνική επίθετο πρόμαχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η πρόμαχος
✦ ο μαχόμενος ανάμεσα στους πρώτους, υπέρμαχος, κ. γεν. υπερασπιστής: πρόμαχος της ελευθερίας – των νέων ιδεών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αντίμαχος
Επιρρήματα
–