πρόκληση


πρόκληση
Προφορά

Ετυμολογία
πρόκληση αρχαία ελληνική πρόκλησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πρόκληση

✦ πράξη με την οποία προκαλεί κανείς: οι δύο κυβερνήσεις συμφώνησαν στην αποφυγή των προκλήσεων
✦ υποκίνηση, εξώθηση: πρόκληση ταραχών – επεισοδίων
✦ δύσκολο, απαιτητικό έργο: είναι πρόκληση για την κυβέρνηση να καλύψει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών
✦ (νομ.) δικόγραφο με το οποίο προκαλείται ο αντίδικος να εγείρει αγωγή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.