πρόθεση
Προφορά
Ετυμολογία
πρόθεση αρχαία ελληνική πρόθεσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρόθεση
✦ ο προκείμενος σκοπός, προαίρεση, θέληση: δεν είχα την πρόθεση να σε θίξω· φρ. εκ προθέσεως, θεληματικά
✦ (εκκλ.) η προετοιμασία των τίμιων δώρων για τη θεία ευχαριστία· και (συνεκδ.) το τραπέζι όπου τοποθετούνται τα ιερά σκεύη
✦ (γραμμ.) άκλιτο μέρος του λόγου που συντάσσεται με πλάγιες πτώσεις ονόματος, αντωνυμίας ή μετοχής και δηλώνει επιρρηματικές σχέσεις τόπου, χρόνου, τρόπου, ποσού, μέσου, οργάνου και αναφοράς· συντιθέμενο με άλλες λέξεις, μεταβάλλει την έννοιά τους |(ιατρ.) η αντικατάσταση μέλους ή οργάνου του σώματος, που έχει χαθεί ή ακρωτηριασθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–