πρόγευση
Προφορά
Ετυμολογία
πρόγευση προγεύομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρόγευση
✦ το να γεύεται κάποιος κάτι από πριν, δοκιμάζω από πριν με τη γεύση κάτι
✦ (μτφ. ) πρώτη εμπειρία από μια κατάσταση ή ενέργεια: πρόγευση της βαθύτερης αλήθειας (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–