πρόβολος
Προφορά
Ετυμολογία
πρόβολος αρχαία ελληνική πρόβολος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πρόβολος
✦ λιθόχτιστο στήριγμα του βάθρου γέφυρας
✦ δοκάρι που στηρίζεται μόνο στο ένα άκρο του
✦ (ναυτ.) το από την πλώρη προβεβλημένο κατάρτι, το μπομπρέσο
✦ κατασκευή κάθετη προς παραλία για την προστασία της από τις διαβρώσεις και προσχώσεις που προκαλούν τα κύματα
✦ χαμηλό ανάχωμα εγκάρσιο προς την όχθη χειμάρρου ή ποταμού για προστασία από διαβρώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–