πρόβλεψη


πρόβλεψη
Προφορά

Ετυμολογία
πρόβλεψη προβλέπω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πρόβλεψη

✦ προαίσθηση
✦ πρόνοια ή έγκαιρη φροντίδα για το μέλλον
✦ εκτίμηση για την πιθανή εξέλιξη του καιρού
✦ (εμπορ.) αντιστάθμισμα ποσού που πρόκειται να πληρωθεί από τον αποδέκτη συναλλαγματικής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.