πρόβατο


πρόβατο
Προφορά

Ετυμολογία
πρόβατο αρχαία ελληνική πρόβατον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πρόβατο

✦ μηρυκαστικό, θηλαστικό ζώο, με σώμα μέτριο και πυκνό τρίχωμα
(μτφ. ) άνθρωπος πράος ή αφελής
✦ απολωλός πρόβατον (Κ. Διαθήκη), άνθρωπος που ξέφυγε από τη σωστή πίστη
✦ διεφθαρμένος, άσωτος
✦ φρ. ως πρόβατον επί σφαγήν (Καινή Διαθήκη), για πρόσ. που, χωρίς να μπορεί ή να θέλει να αντιδράσει, υποτάσσεται σε μοίρα καθορισμένη από άλλους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.