πρωτεύω
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτεύω αρχαία ελληνική πρωτεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πρωτεύω
✦ είμαι ή κατατάσσομαι πρώτος, κατακτώ το πρωτείο, έχω την πρώτη θέση: πρώτευσε στο αγώνισμα του ακοντισμού – πρωτεύουσα σημασία – πρωτεύων ρόλος – μια πόλη σαν την δική σου, Περικλή, φώναξε κάποιος έξαλλος, πρωτεύει απ’ όλες τις άλλες ελληνικές πόλεις (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–