πρωτεύουσα


πρωτεύουσα
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτεύουσα └θηλ┘ της μτχ. ενεστ. του πρωτεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πρωτεύουσα

✦ πόλη στην οποία εδρεύουν οι διοικητικές αρχές μιας χώρας ή πολιτείας
✦ διοικητικό κέντρο νομού ή επαρχίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.