πρωτεύοντα
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτεύοντα πρωτεύον, -οντος, μτχ. του ρήματος πρωτεύω• απόδοση στην └ελλ┘ του └αγγλ┘όρου Primates
Ερμηνεία
πρωτεύοντα
✦ ουσ. (ζωολ. παλαιοντ.) τάξη θηλαστικών των θερμών κυρίως περιοχών που περιλαμβάνει τον άνθρωπο, τους πιθήκους και προπιθήκους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–