πρωτεϊνούχος


πρωτεϊνούχος
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτεϊνούχος πρωτεΐνη + έχω

Ερμηνεία
πρωτεϊνούχος

✦ -ος κ. -α, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) που περιέχει πρωτεΐνες: πρωτεϊνούχες ουσίες

Συνώνυμα
λευκωματούχος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.