πρωτεϊκός
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτεϊκός Πρωτεύς, όν. θαλάσσιας θεότητας που είχε, κατά τη μυθολ., τη δυνατότητα να μεταβάλλει τη μορφή του, κατά βούληση
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πρωτεϊκός -ή, -ό
✦ που αλλάζει συχνά μορφή ή ιδέες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–