πρωτευαγγέλιο
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτευαγγέλιο πρώτος + ευαγγέλιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πρωτευαγγέλιο
✦ (θεολ.) η πρώτη αναγγελία από το Θεό, για την έλευση του Μεσσία στον κόσμο, που δόθηκε στους Πρωτόπλαστους, μετά την παράβαση της θεϊκής εντολής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–