πρωτεργάτης
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτεργάτης μεταγενέστερη ελληνική πρωτεργάτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πρωτεργάτης
✦ θηλ. πρωτεργάτισσα κ. πρωτεργάτρια (Κ -τις, -ιδος) ο πρώτος εργάτης σπουδαίου έργου: πρωτεργάτης της ειρήνης – της συναδέλφωσης των λαών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–