πρωτείο


πρωτείο
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτείο αρχαία ελληνική πρωτεῖον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πρωτείο

✦ το πρώτο βραβείο σε αγώνα, αριστείο
✦ (εύχρ. συν. στον πληθ.) τα πρωτεία, η πρώτη θέση, η κυρίαρχη γνώμη: φρ. κατέχει τα πρωτεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.