πρωτεΐνη
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτεΐνη └γαλλ┘ protéine
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πρωτεΐνη
✦ συνήθ. στον πληθ. πρωτεΐνες, οργανικές αζωτούχες ουσίες που υπάρχουν στους ζωντανούς οργανισμούς, και έχουν μεγάλη βιολογική σημασία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–