πρωτέας


πρωτέας
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτέας └αγγλ┘proteus

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πρωτέας

✦ (μικροβ.) γένος βακτηρίων που απαντώνται στο έντερο του ανθρώπου και σε αποσυνθεμένα οργανικά υλικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.