πρωτάτο
Προφορά
Ετυμολογία
πρωτάτο πρώτος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πρωτάτο
✦ η πρώτη θέση, πρωτείο
✦ η έδρα της Επιστασίας, της εκτελεστικής εξουσίας των μονών του Αγίου Όρους
✦ πληθ. πρωτάτα, οι προύχοντες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–