πρωτάρχισμα


πρωτάρχισμα
Προφορά

Ετυμολογία
πρωτάρχισμα πρωταρχίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πρωτάρχισμα

✦ η πρώτη αρχή, η έναρξη: στο πρωτάρχισμα της δουλειάς, βρήκε κάποιες δυσκολίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.