προϋπολογισμός
Προφορά
Ετυμολογία
προϋπολογισμός προϋπολογίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προϋπολογισμός
✦ η πράξη του προϋπολογίζω, ο εκ των προτέρων υπολογισμός
✦ πίνακας όπου προβλέπονται τα ετήσια έσοδα και έξοδα οικονομικού οργανισμού (επιχειρήσεως, δήμου, κράτους ή νομικού προσώπου)
✦ το σύνολο εσόδων και εξόδων ατόμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–