προϊόν


προϊόν
Προφορά

Ετυμολογία
προϊόν αρχαία ελληνική προϊόν, └ουδ┘ της μτχ. προϊών του πρόειμι

Ερμηνεία
προϊόν

✦ αντικείμενο ή ουσία που παράγεται με φυσική ή βιομηχανική διαδικασία: αγροτικά – βιομηχανικά – φαρμακευτικά προϊόντα
✦ πνευματικό δημιούργημα
✦ ακαθάριστο εθνικό προϊόν, η ετήσια συνολική αξία των παραγομένων αγαθών και παρεχομένων υπηρεσιών μιας χώρας
(μτφ. ) απολαβή, κέρδος: η περιουσία του είναι προϊόν πολυετούς μόχθου
(μτφ. ) συνέπεια, επακόλουθο, απόρροια: η διπλωματική ήττα είναι προϊόν της ανακόλουθης εξωτερικής πολιτικής μας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.