προϊσταμένη


προϊσταμένη
Προφορά

Ετυμολογία
προϊσταμένη μτχ. ενεστ. του ρήματος προΐσταμαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προϊσταμένη

✦ θηλ. προϊσταμένη ο επικεφαλής, ο διευθυντής υπηρεσίας ή έργου

Συνώνυμα

Αντίθετα
υφιστάμενος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.