προφυλακιστέος


προφυλακιστέος
Προφορά

Ετυμολογία
προφυλακιστέος προφυλακίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ προφυλακιστέος -α, -ο

✦ που πρέπει να προφυλακιστεί: με συμφωνία ανακριτή και εισαγγελέα ο κατηγορούμενος κρίθηκε προφυλακιστέος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.