προφασίζομαι


προφασίζομαι
Προφορά

Ετυμολογία
προφασίζομαι αρχαία ελληνική προφασίζομαι

Ερμηνεία
ρήμα προφασίζομαι

✦ προβάλλω κάτι ως δικαιολογία: προφασιζόταν τον άρρωστο για να μην πηγαίνει στη δουλειά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.