προτρεπτικός


προτρεπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
προτρεπτικός αρχαία ελληνική προτρεπτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ προτρεπτικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος να προτρέπει ή που παρακινεί σε κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα
αποτρεπτικός
Επιρρήματα
προτρεπτικά (Κ προτρεπτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.