προτρέχω
Προφορά
Ετυμολογία
προτρέχω αρχαία ελληνική προ-τρέχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προτρέχω
✦ τρέχω μπροστά, πριν από άλλον
✦ (ιδ. μτφ.) σπεύδω να κάνω κάτι, ενεργώ πιο γρήγορα απ’ ό,τι πρέπει
✦ φρ. πολλοῖς ἡ γλ[ùττα προτρέχει της διανοίας (Ισοκράτης), πολλοί ομιλούν, χωρίς να σκέφτονται, τρέχει η γλώσσα πιο μπροστά από το μυαλό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–