προστυχιά


προστυχιά
Προφορά

Ετυμολογία
προστυχιά πρόστυχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προστυχιά

✦ η ιδιότητα του πρόστυχου, χυδαιότητα, ευτέλεια
✦ κακή ποιότητα
✦ πρόστυχη πράξη: κάναμε προστυχιές, δίχως να ‘μαστε πρόστυχοι (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.