προστυχεύω


προστυχεύω
Προφορά

Ετυμολογία
προστυχεύω πρόστυχος

Ερμηνεία
ρήμα προστυχεύω

✦ κάνω κάτι πρόστυχο, εκχυδαΐζω ή χαλώ την ποιότητά του
✦ (αμτβ.) γίνομαι πρόστυχος, χαλώ ή εκχυδαΐζομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.