προστρέχω


προστρέχω
Προφορά

Ετυμολογία
προστρέχω αρχαία ελληνική προστρέχω

Ερμηνεία
ρήμα προστρέχω

✦ τρέχω προς κάτι ή προς κάποιον, σπεύδω για παροχή ή ζήτηση βοήθειας ή ενίσχυσης: ήταν συνήθειά του πολύχρονη να προστρέχει στον παλιό του φίλο, στις κρίσιμες ημέρες (Γ. Θεοτοκάς) – προτιμάει αυτός να υποστεί τα πάντα,… παρά να προστρέξει σε μιαν οποιαδήποτε ξένη προστασία (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.