προστιθέμενος


προστιθέμενος
Προφορά

Ετυμολογία
προστιθέμενος μτχ. ενεστ. του ρήματος προστίθεμαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ προστιθέμενος -η, -ο

✦ αυτός που προστίθεται
✦ προστιθέμενη αξία, (οικον.) η αξία που προστίθεται σε κάθε στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας ενός προϊόντος, μέχρι τη διαμόρφωση της τιμής πώλησης του προϊόντος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.