προστερνίδιο
Προφορά
Ετυμολογία
προστερνίδιο αρχαία ελληνική προστερνίδιον, υποκοριστικό του πρόστερνον, └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. πρόστερνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το προστερνίδιο
✦ ιμάντας που προσαρμόζεται στο στήθος υποζυγίου και συγκρατεί το σαμάρι
✦ κάλυμμα ή κόσμημα στο στέρνο αλόγου
✦ στην αρχαιότ., πρόσθετο, ψεύτικο στήθος που έφεραν οι ηθοποιοί για να φαίνονται παχύτεροι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–