προστέγασμα


προστέγασμα
Προφορά

Ετυμολογία
προστέγασμα μεταγενέστερη ελληνική προ-στέγασμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το προστέγασμα

✦ το προεξέχον μέρος της στέγης που προφυλάσσει από τη βροχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.