προσοχή
Προφορά
Ετυμολογία
προσοχή αρχαία ελληνική προσοχή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προσοχή
✦ η ιδιότητα του νου να προσηλώνεται σε κάτι
✦ (μτφ. ) προφύλαξη, επαγρύπνηση, φροντίδα
✦ η κλητ. προσοχή! ως επιφών., να είσαι προσεκτικός
✦ στρατιωτικό ή γυμναστικό παράγγελμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–