προσορμίζω
Προφορά
Ετυμολογία
προσορμίζω αρχαία ελληνική προσορμίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσορμίζω
✦ οδηγώ πλοίο σε όρμο
✦ (μέσ.) προσορμίζομαι, μπαίνω σε όρμο, σε λιμάνι, αράζω: ο Σαρωνικός κόλπος είναι βαθύς και πολύ κατάλληλος για να προσορμίζονται οι στόλοι μου (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–