προσομολόγηση
Προφορά
Ετυμολογία
προσομολόγηση αρχαία ελληνική ρ. προσομολογῶ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η προσομολόγηση
✦ πρόσθετη ομολόγηση, ανανέωση ομολογίας
✦ (νομ.) ανάληψη από τρίτο οφειλής, χωρίς να είναι αναγκαία η συγκατάθεση του οφειλέτη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–