προσμονή


προσμονή
Προφορά

Ετυμολογία
προσμονή προσμένω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η προσμονή

✦ προσδοκία, ελπιδοφόρα αναμονή: τα μάτια μου είχαν κουραστεί στην προσμονή την τόση (Μ. Παπανικολάου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.