προσκεκλημένος


προσκεκλημένος
Προφορά

Ετυμολογία
προσκεκλημένος μτχ. παθ. πρκμ. του προσκαλώ

Ερμηνεία
προσκεκλημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός τον οποίο έχουν καλέσει να παρευρεθεί ή να συμμετάσχει σε εκδήλωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.