προσκείμενος


προσκείμενος
Προφορά

Ετυμολογία
προσκείμενος μτχ. ενεστ. του ρήματος πρόσκειμαι

Ερμηνεία
προσκείμενος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (συνήθ. μτφ.) ο συμμεριζόμενος τις απόψεις κάποιου, ο διακείμενος φιλικώς: οι προσκείμενοι στην κυβέρνηση
✦ (μαθημ.) προσκείμενες γωνίες, που έχουν την ίδια κορυφή, κοινή πλευρά και βρίσκονται από τις δύο μεριές της κοινής πλευράς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.