προσθέτω
Προφορά
Ετυμολογία
προσθέτω αρχαία ελληνική προστίθημι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προσθέτω
✦ ενώνω κάτι με άλλο σ’ ένα σύνολο
✦ αυξάνω
✦ (ειδ.) εκτελώ την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης
✦ προσαρτώ, επεκτείνω
✦ ισχυρίζομαι επιπλέον
✦ λαβαίνω υπόψη επιπλέον: πρόσθεσε ότι θα έχεις και ποσοστά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αφαιρώ
Επιρρήματα
–