προσηλώνω


προσηλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
προσηλώνω αρχαία ελληνική προσηλόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα προσηλώνω

✦ καρφώνω
(μτφ. ) κατευθύνω σταθερά: προσηλώνω το βλέμμα μου
✦ (μέσ.) προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι σε κάτι: είναι προσηλωμένος στο καθήκον του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.