προσηλυτισμός


προσηλυτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
προσηλυτισμός προσηλυτίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο προσηλυτισμός

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσηλυτίζω, η προσπάθεια για απόκτηση οπαδών, ομοϊδεατών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.