προσβλέπω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply προσβλέπωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/5/προσβλέπω.mp3Ετυμολογίαπροσβλέπω αρχαία ελληνική προσβλέπω Ερμηνεία└ρήμα┘ προσβλέπω ✦ έχω στραμμένο το βλέμμα, κοιτώ κατάματα ✦ αποβλέπω σε κάτι ή κάποιον Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–