προσβέλνω
Προφορά
Ετυμολογία
προσβέλνω αρχαία ελληνική προσβάλλω
Ερμηνεία
προσβέλνω
✦ κ. προσβέλνω ρ. (πρόσβαλα κ. προσέβαλα, προσβλ-ήθηκα κ. προσεβλήθην, -ημένος κ. προσβεβλημένος) επιτίθεμαι
✦ βλάπτω, ζημιώνω |(ιατρ.) ενεργώ βλαπτικά σε κάποιον ή κάτι: αρρώστια που προσβάλλει τον εγκέφαλο – η σκουριά προσβάλλει τα μέταλλα
✦ θίγω, φέρομαι υβριστικά: τον πρόσβαλες μ’ αυτά που του είπες
✦ (μτφ. ) αμφισβητώ το κύρος, την εγκυρότητα: προσέβαλε την απόφαση του πρωτοδικείου – του συμβουλίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–