προσαρτώ


προσαρτώ
Προφορά

Ετυμολογία
προσαρτώ αρχαία ελληνική προσαρτῶ

Ερμηνεία
ρήμα προσαρτώ -άς, -ά

✦ συνδέω, συνάπτω κάτι με άλλο
✦ κάνω προσάρτηση ξένου εδάφους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.